- ἀμύντορας
- ἀμύντωρdefendermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμύντορας — Ἀμύντωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσαμύντορας — ο ειρων. υπερασπιστής τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + αμύντορας «βοηθός, υπερασπιστής»] … Dictionary of Greek
υπερασπιστής — ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ [ὑπερασπίζω] αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής τής πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.) αρχ. αυτός που … Dictionary of Greek